- εκτοπως
- ἐκτόπωςἐκ-τόπωςнеобычайно, чрезвычайно Arst., Polyb., Luc., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐκτόπως — ἔκτοπος away from a place adverbial ἔκτοπος away from a place masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτοπος — ἔκτοπος, ον (AM) I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο 2. ξένος, αλλοδαπός 3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος 4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου 5. «ἔκτοπον ἔξοδον» (Ησύχ.) II. επίρρ. ἐκτόπως… … Dictionary of Greek